- συναναχρωτίζω
- Απαθ. συναναχρωτίζομαισυναναστρέφομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. αντί συναναχρώννυμι (πρβλ. χρωτίζω: χρώννυμι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συναναχρωτίζεσθαι — συναναχρωτίζω pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)